Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξέπτην
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασίᾱ
ἐξεργαστικός
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερέω
ἐξερέω
ἐξερημόω
ἐξερίζω
ἐξερῑθεύομαι
ἐξεριστής
ἐξερμηνεύομαι
ἐξέρομαι
View word page
ἐξέρεισις
ἐξέρεισιςεωςfἐξερείδω propping upof a shield, on the groundPlb.

ShortDef

fixing firmly

Debugging

Headword:
ἐξέρεισις
Headword (normalized):
ἐξέρεισις
Headword (normalized/stripped):
εξερεισις
IDX:
13359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13360
Key:
ἐξέρεισις

Data

{'headword_display': '<b>ἐξέρεισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐξέρεισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἐξερείδω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>propping up<Expl>of a shield, on the ground</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐξέρεισις'}