Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξεπίσταμαι
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέπραθον
ἐξεπτάμην
ἐξέπτᾱξα
ἐξέπτην
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασίᾱ
ἐξεργαστικός
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερέω
ἐξερέω
View word page
ἐξεργαστικός
ἐξεργαστικόςή όνadjof personscapable of achievingw.gen.sthg. attemptedX. Plb.

ShortDef

able to accomplish

Debugging

Headword:
ἐξεργαστικός
Headword (normalized):
ἐξεργαστικός
Headword (normalized/stripped):
εξεργαστικος
IDX:
13353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13354
Key:
ἐξεργαστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐξεργαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐξεργαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>capable of achieving<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>sthg. attempted</Expl></Tr><Au>X. Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐξεργαστικός'}