Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξεπεύχομαι
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπίτηδες
ἐξεπομβρέω
ἐξέπραθον
ἐξεπτάμην
ἐξέπτᾱξα
ἐξέπτην
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργασίᾱ
ἐξεργαστικός
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερεθίζω
ἐξερείδω
ἐξερείπω
ἐξέρεισις
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερέω
View word page
ἐξεργασίᾱ
ἐξεργασίᾱᾱςf perfectionof a techniquePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξεργασίᾱ
Headword (normalized):
ἐξεργασίᾱ
Headword (normalized/stripped):
εξεργασια
IDX:
13352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13353
Key:
ἐξεργασίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἐξεργασίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐξεργασίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>perfection<Expl>of a technique</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐξεργασίᾱ'}