Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξεῖδον
ἑξείης
ἐξεικάζω
ἐξείλησις
ἐξείλλω
ἐξειλῡ́ομαι
ἔξειμι
ἔξειμι
ἐξεῖναι
ἐξεῖπον
ἐξειργασμένως
ἐξείργω
ἐξείρηκα
ἐξείρομαι
ἐξειρύω
ἐξείρω
ἐξείρω
ἐξελασίᾱ
ἐξέλασις
ἐξελαύνω
ἐξελεγκτέος
View word page
ἐξειργασμένως
ἐξειργασμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underἐξεργάζομαι

ShortDef

carefully, accurately, fully

Debugging

Headword:
ἐξειργασμένως
Headword (normalized):
ἐξειργασμένως
Headword (normalized/stripped):
εξειργασμενως
IDX:
13309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13310
Key:
ἐξειργασμένως

Data

{'headword_display': '<b>ἐξειργασμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐξειργασμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ἐξεργάζομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐξειργασμένως'}