Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστήρ
ἀστιβής
ἀστικός
ἄστικτος
ἄστιπτος
ἄστολος
ἄστομος
ἀστόξενος
ἄστοργος
ἀστός
ᾆστος
ἀστοχέω
ἀστοχίᾱ
ἄστοχος
ἀστράβη
ἀστραβής
ἀστραβίζω
ἀστραγάλαι
ἀστραγαλίζω
ἀστραγάλισις
ἀστράγαλος
View word page
ᾆστος
ᾆστοςcontr.adjseeἄιστος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾆστος
Headword (normalized):
ᾆστος
Headword (normalized/stripped):
αστος
IDX:
1330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1331
Key:
ᾆστος

Data

{'headword_display': '<b>ᾆστος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾆστος</HL><PS>contr.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἄιστος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾆστος'}