Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξάρδω
ἐξαρέσκομαι
ἐξαριθμέω
ἐξαρίθμησις
ἑξάριθμος
ἐξαρκέω
ἐξαρκής
ἔξαρμα
ἐξαρνέομαι
ἐξάρνησις
ἐξαρνητικός
ἔξαρνος
ἐξαρπάζω
ἔξαρσις
ἐξαρτάω
ἐξαρτίζω
ἐξαρτῡ́ω
ἔξαρχος
ἐξάρχω
ἑξάς
ἐξασκέω
View word page
ἐξαρνητικός
ἐξαρνητικόςή όνadjof a persongood at making denialsAr.

ShortDef

apt at denying, negative

Debugging

Headword:
ἐξαρνητικός
Headword (normalized):
ἐξαρνητικός
Headword (normalized/stripped):
εξαρνητικος
IDX:
13256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13257
Key:
ἐξαρνητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐξαρνητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐξαρνητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>good at making denials</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐξαρνητικός'}