Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξάργματα
ἐξαργυρίζω
ἐξαργυρόω
ἐξάρδω
ἐξαρέσκομαι
ἐξαριθμέω
ἐξαρίθμησις
ἑξάριθμος
ἐξαρκέω
ἐξαρκής
ἔξαρμα
ἐξαρνέομαι
ἐξάρνησις
ἐξαρνητικός
ἔξαρνος
ἐξαρπάζω
ἔξαρσις
ἐξαρτάω
ἐξαρτίζω
ἐξαρτῡ́ω
ἔξαρχος
View word page
ἔξαρμα
ἔξαρμαατοςnἐξαίρω elevationof the celestial pole, above the horizonPlu.

ShortDef

rising, swelling

Debugging

Headword:
ἔξαρμα
Headword (normalized):
ἔξαρμα
Headword (normalized/stripped):
εξαρμα
IDX:
13253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13254
Key:
ἔξαρμα

Data

{'headword_display': '<b>ἔξαρμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἔξαρμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἐξαίρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>elevation<Expl>of the celestial pole, above the horizon</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἔξαρμα'}