Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἀστικός
ἄστικτος
ἄστιπτος
ἄστολος
ἄστομος
ἀστόξενος
ἄστοργος
ἀστός
ᾆστος
ἀστοχέω
ἀστοχίᾱ
ἄστοχος
View word page
ἄ-στικτος
στικτοςονadjprivatv.prfx., στικτός of personsnot tattooedHdt.

ShortDef

not marked with στίγματα, not tattooed

Debugging

Headword:
ἄστικτος
Headword (normalized):
ἄστικτος
Headword (normalized/stripped):
αστικτος
IDX:
1323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1324
Key:
ἄστικτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-στικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>στικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>στικτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>not tattooed</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄστικτος'}