Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξανιών
ἐξανοίγω
ἐξάντης
ἐξαντλέω
ἐξανύω
ἐξαπαείρω
ἑξαπάλαστος
ἐξαπαλλάσσω
ἐξαπατάω
ἐξαπάτη
ἐξαπατητικός
ἐξαπατύλλω
ἐξαπαφίσκω
ἑξάπεδος
ἐξαπεῖδον
ἑξαπέλεκυς
ἑξάπηχυς
ἐξαπιναῖος
ἐξαπίνης
ἑξάπλεθρος
ἑξαπλήσιος
View word page
ἐξαπατητικός
ἐξαπατητικόςή όνadj of a stratagemcapable of effecting a deceptionw.gen.of the enemyX.

ShortDef

calculated to deceive

Debugging

Headword:
ἐξαπατητικός
Headword (normalized):
ἐξαπατητικός
Headword (normalized/stripped):
εξαπατητικος
IDX:
13213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13214
Key:
ἐξαπατητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐξαπατητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐξαπατητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a stratagem</Indic><Tr>capable of effecting a deception<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the enemy</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐξαπατητικός'}