Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἐξανατέλλω
ἐξαναφανδόν
ἐξαναφέρω
ἐξαναχωρέω
ἐξανδραποδίζω
ἐξανδραπόδισις
ἐξανδραποδισμός
ἐξανδρόομαι
ἐξάνειμι
ἐξανεμόω
ἐξανέπαλτο
ἐξανέρχομαι
ἐξανευρίσκω
ἐξανέχω
ἐξανθέω
ἐξανθίζομαι
ἐξανίημι
ἐξανίστημι
ἐξανιών
ἐξανοίγω
ἐξάντης
View word page
ἐξανέπαλτο
ἐξανέπαλτο
3sg.athem.aor.mid.
see
ἐξαναπάλλομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξανέπαλτο
Headword (normalized):
ἐξανέπαλτο
Headword (normalized/stripped):
εξανεπαλτο
IDX:
13195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13196
Key:
ἐξανέπαλτο
Data
{'headword_display': '<b>ἐξανέπαλτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἐξανέπαλτο<LblR>3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἐξαναπάλλομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐξανέπαλτο'}