Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξανασπάω
ἐξανάστασις
ἐξαναστέφω
ἐξαναστρέφομαι
ἐξανατέλλω
ἐξαναφανδόν
ἐξαναφέρω
ἐξαναχωρέω
ἐξανδραποδίζω
ἐξανδραπόδισις
ἐξανδραποδισμός
ἐξανδρόομαι
ἐξάνειμι
ἐξανεμόω
ἐξανέπαλτο
ἐξανέρχομαι
ἐξανευρίσκω
ἐξανέχω
ἐξανθέω
ἐξανθίζομαι
ἐξανίημι
View word page
ἐξανδραποδισμός
ἐξανδραποδισμόςοῦm enslavementw.gen.of a place or populacePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξανδραποδισμός
Headword (normalized):
ἐξανδραποδισμός
Headword (normalized/stripped):
εξανδραποδισμος
IDX:
13191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13192
Key:
ἐξανδραποδισμός

Data

{'headword_display': '<b>ἐξανδραποδισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐξανδραποδισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>enslavement<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a place or populace</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐξανδραποδισμός'}