Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξαναλῡ́ω
ἐξανᾱ́λωσις
ἐξαναπάλλομαι
ἐξαναπληρόω
ἐξαναπνέω
ἐξανάπτω
ἐξαναρπάζω
ἐξανασπάω
ἐξανάστασις
ἐξαναστέφω
ἐξαναστρέφομαι
ἐξανατέλλω
ἐξαναφανδόν
ἐξαναφέρω
ἐξαναχωρέω
ἐξανδραποδίζω
ἐξανδραπόδισις
ἐξανδραποδισμός
ἐξανδρόομαι
ἐξάνειμι
ἐξανεμόω
View word page
ἐξ-αναστρέφομαι
ἐξ-αναστρέφομαιpass.vb of shrines be overturnedw.gen.fr. their foundationsA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξαναστρέφομαι
Headword (normalized):
ἐξαναστρέφομαι
Headword (normalized/stripped):
εξαναστρεφομαι
IDX:
13184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13185
Key:
ἐξαναστρέφομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐξ-αναστρέφομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐξ-αναστρέφομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of shrines</Indic> <Tr>be overturned</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>fr. their foundations<Au>A.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐξαναστρέφομαι'}