Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξανᾱλίσκω
ἐξαναλῡ́ω
ἐξανᾱ́λωσις
ἐξαναπάλλομαι
ἐξαναπληρόω
ἐξαναπνέω
ἐξανάπτω
ἐξαναρπάζω
ἐξανασπάω
ἐξανάστασις
ἐξαναστέφω
ἐξαναστρέφομαι
ἐξανατέλλω
ἐξαναφανδόν
ἐξαναφέρω
ἐξαναχωρέω
ἐξανδραποδίζω
ἐξανδραπόδισις
ἐξανδραποδισμός
ἐξανδρόομαι
ἐξάνειμι
View word page
ἐξ-αναστέφω
ἐξ-αναστέφωvb garland, crown a thyrsosw.dat.w. ivyE.

ShortDef

to crown with wreaths

Debugging

Headword:
ἐξαναστέφω
Headword (normalized):
ἐξαναστέφω
Headword (normalized/stripped):
εξαναστεφω
IDX:
13183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13184
Key:
ἐξαναστέφω

Data

{'headword_display': '<b>ἐξ-αναστέφω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐξ-αναστέφω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>garland, crown</Tr> <Obj>a thyrsos<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. ivy</Expl><Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐξαναστέφω'}