Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξαναγκάζω
ἐξανάγω
ἐξαναδύομαι
ἐξαναζέω
ἐξαναιρέω
ἐξανακρούομαι
ἐξανᾱλίσκω
ἐξαναλῡ́ω
ἐξανᾱ́λωσις
ἐξαναπάλλομαι
ἐξαναπληρόω
ἐξαναπνέω
ἐξανάπτω
ἐξαναρπάζω
ἐξανασπάω
ἐξανάστασις
ἐξαναστέφω
ἐξαναστρέφομαι
ἐξανατέλλω
ἐξαναφανδόν
ἐξαναφέρω
View word page
ἐξ-αναπληρόω
ἐξ-αναπληρόωcontr.vb of a trierarchsupply in full a ship's crew and gearD.

ShortDef

supply, replace

Debugging

Headword:
ἐξαναπληρόω
Headword (normalized):
ἐξαναπληρόω
Headword (normalized/stripped):
εξαναπληροω
IDX:
13177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13178
Key:
ἐξαναπληρόω

Data

{'headword_display': '<b>ἐξ-αναπληρόω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἐξ-αναπληρόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a trierarch</Indic><Tr>supply in full</Tr> <Obj>a ship's crew and gear<Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἐξαναπληρόω'}