Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξαμαυρόω
ἐξαμάω
ἐξαμβλόω
ἐξαμβλῡ́νομαι
ἐξαμβρύω
ἐξαμείβω
ἐξαμέλγω
ἐξαμελέω
ἑξάμετρος
ἑξάμηνος
ἐξαμηχανέω
ἐξαμιλλάομαι
ἐξαμπρεύω
ἐξαμῡ́νομαι
ἐξαμφοτερίζω
ἐξαναγιγνώσκω
ἐξαναγκάζω
ἐξανάγω
ἐξαναδύομαι
ἐξαναζέω
ἐξαναιρέω
View word page
ἐξ-αμηχανέω
ἐξ-αμηχανέωcontr.vb get out of a difficulty devise a way outw.gen.of a situationE.

ShortDef

to get out of a difficulty

Debugging

Headword:
ἐξαμηχανέω
Headword (normalized):
ἐξαμηχανέω
Headword (normalized/stripped):
εξαμηχανεω
IDX:
13161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13162
Key:
ἐξαμηχανέω

Data

{'headword_display': '<b>ἐξ-αμηχανέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐξ-αμηχανέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>get out of a difficulty</Def> <vS2><Tr>devise a way out</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a situation<Au>E.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐξαμηχανέω'}