Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξάλλομαι
ἔξαλλος
ἔξαλος
ἐξαλύσκω
ἐξαλύω
ἐξαμαρτάνω
ἐξαμαρτίᾱ
ἐξαμαυρόω
ἐξαμάω
ἐξαμβλόω
ἐξαμβλῡ́νομαι
ἐξαμβρύω
ἐξαμείβω
ἐξαμέλγω
ἐξαμελέω
ἑξάμετρος
ἑξάμηνος
ἐξαμηχανέω
ἐξαμιλλάομαι
ἐξαμπρεύω
ἐξαμῡ́νομαι
View word page
ἐξ-αμβλῡ́νομαι
ἐξ-αμβλῡ́νομαιpass.vb fig., of military strength be bluntedw.dat.by unremitting strugglesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξαμβλῡ́νομαι
Headword (normalized):
ἐξαμβλῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
εξαμβλυνομαι
IDX:
13154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13155
Key:
ἐξαμβλῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐξ-αμβλῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐξ-αμβλῡ́νομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., of military strength</Indic> <Tr>be blunted</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by unremitting struggles<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐξαμβλῡ́νομαι'}