Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐξαλέομαι
ἐξαλίνδω
ἐξαλλαγή
ἐξαλλάσσω
ἐξάλλομαι
ἔξαλλος
ἔξαλος
ἐξαλύσκω
ἐξαλύω
ἐξαμαρτάνω
ἐξαμαρτίᾱ
ἐξαμαυρόω
ἐξαμάω
ἐξαμβλόω
ἐξαμβλῡ́νομαι
ἐξαμβρύω
ἐξαμείβω
ἐξαμέλγω
ἐξαμελέω
ἑξάμετρος
ἑξάμηνος
View word page
ἐξαμαρτίᾱ
ἐξαμαρτίᾱᾱςf offence, faultS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξαμαρτίᾱ
Headword (normalized):
ἐξαμαρτίᾱ
Headword (normalized/stripped):
εξαμαρτια
IDX:
13150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13151
Key:
ἐξαμαρτίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἐξαμαρτίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐξαμαρτίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>offence, fault</Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐξαμαρτίᾱ'}