Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργᾱ́νωρ
ἀστεργής
ἀστέριος
ἀστερίσκοι
ἀστεροειδής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἀστικός
ἄστικτος
ἄστιπτος
View word page
ἀστεροπητής
ἀστεροπητήςοῦIon.έωm sender of lightningepith. of ZeusIl. Hes. S.

ShortDef

the lightener

Debugging

Headword:
ἀστεροπητής
Headword (normalized):
ἀστεροπητής
Headword (normalized/stripped):
αστεροπητης
IDX:
1314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1315
Key:
ἀστεροπητής

Data

{'headword_display': '<b>ἀστεροπητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀστεροπητής</HL><Infl>οῦ<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>έω</FmInfl></VInfl></Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>sender of lightning<Expl>epith. of Zeus</Expl></Tr><Au>Il. Hes. S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀστεροπητής'}