Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑξακισχῑ́λιοι
ἐξακολουθέω
ἐξακοντίζω
ἑξακόσιοι
ἐξάκουστος
ἐξακούω
ἐξακρῑβόω
ἐξακρίζω
ἐξαλαόω
ἐξαλαπάζω
ἐξάλειπτρον
ἐξαλείφω
ἐξαλέομαι
ἐξαλίνδω
ἐξαλλαγή
ἐξαλλάσσω
ἐξάλλομαι
ἔξαλλος
ἔξαλος
ἐξαλύσκω
ἐξαλύω
View word page
ἐξάλειπτρον
ἐξάλειπτρονουnἐξαλείφω perfume-jarAr.

ShortDef

an unguent-box

Debugging

Headword:
ἐξάλειπτρον
Headword (normalized):
ἐξάλειπτρον
Headword (normalized/stripped):
εξαλειπτρον
IDX:
13138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13139
Key:
ἐξάλειπτρον

Data

{'headword_display': '<b>ἐξάλειπτρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐξάλειπτρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἐξαλείφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>perfume-jar</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐξάλειπτρον'}