Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργᾱ́νωρ
ἀστεργής
ἀστέριος
ἀστερίσκοι
ἀστεροειδής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστιβής
View word page
ἀστερο-ειδής
ἀστεροειδήςέςadjεἶδος1 of the vault of the skystarryAr.quot. E.

ShortDef

star-like

Debugging

Headword:
ἀστεροειδής
Headword (normalized):
ἀστεροειδής
Headword (normalized/stripped):
αστεροειδης
IDX:
1311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1312
Key:
ἀστεροειδής

Data

{'headword_display': '<b>ἀστερο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀστερο<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the vault of the sky</Indic><Tr>starry</Tr><Au>Ar.<LblR>quot. <Au>E.</Au></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀστεροειδής'}