Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργᾱ́νωρ
ἀστεργής
ἀστέριος
ἀστερίσκοι
ἀστεροειδής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηνος
View word page
ἀστέριος
ἀστέριοςᾱ ονadjἀστήρapp. of a wagon, as part of the Plough constellationstarryCall.

ShortDef

Asterius
starred, starry

Debugging

Headword:
ἀστέριος
Headword (normalized):
ἀστέριος
Headword (normalized/stripped):
αστεριος
IDX:
1309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1310
Key:
ἀστέριος

Data

{'headword_display': '<b>ἀστέριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀστέριος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀστήρ</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>app. of a wagon, as part of the Plough constellation</Indic><Tr>starry</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀστέριος'}