Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄστατος
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργᾱ́νωρ
ἀστεργής
ἀστέριος
ἀστερίσκοι
ἀστεροειδής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
View word page
ἀ-στεργᾱ́νωρ
στεργᾱ́νωροροςdial.masc.fem.adjστέργωἀνήρ of Io's maidenhoodman-hatingA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστεργᾱ́νωρ
Headword (normalized):
ἀστεργᾱ́νωρ
Headword (normalized/stripped):
αστεργανωρ
IDX:
1307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1308
Key:
ἀστεργᾱ́νωρ

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-στεργᾱ́νωρ</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>στεργᾱ́νωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>dial.masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>στέργω</Ref><Ref>ἀνήρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Io's maidenhood</Indic><Tr>man-hating</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀστεργᾱ́νωρ'}