Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστατέω
ἄστατος
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργᾱ́νωρ
ἀστεργής
ἀστέριος
ἀστερίσκοι
ἀστεροειδής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
View word page
ἄ-στεπτος
στεπτοςονadjστέφω of a god, ref. to a statuenot garlandedE.

ShortDef

uncrowned

Debugging

Headword:
ἄστεπτος
Headword (normalized):
ἄστεπτος
Headword (normalized/stripped):
αστεπτος
IDX:
1306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1307
Key:
ἄστεπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-στεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>στεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a god, ref. to a statue</Indic><Tr>not garlanded</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄστεπτος'}