Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐντυλίσσω
ἐντῡ́νω
ἐντυπάς
ἐντυπόω
ἐντῡ́φω
ἐντυχίᾱ
ἐντύω
Ἐνῡάλιος
ἐνυβρίζω
ἐνυγροθηρευτής
ἐνυγροθηρικός
ἔνυδρις
ἔνυδρος
ἐνυπάρχω
ἐνυπνιάζομαι
ἐνύπνιον
ἐνύπνιος
ἐνυφαίνομαι
ἐνυφαντός
Ἐνῡώ
ἐνωθέω
View word page
ἐνυγροθηρικός
ἐνυγροθηρικόςή όνadjof a hunterconcerned with hunting water-animalsopp. land-animalsPl.

ShortDef

of or for fishing

Debugging

Headword:
ἐνυγροθηρικός
Headword (normalized):
ἐνυγροθηρικός
Headword (normalized/stripped):
ενυγροθηρικος
IDX:
13058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13059
Key:
ἐνυγροθηρικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐνυγροθηρικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐνυγροθηρικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a hunter</Indic><Tr>concerned with hunting water-animals<Expl>opp. land-animals</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐνυγροθηρικός'}