Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀστάθμητος
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάνδης
ἀστασίαστος
ἀστατέω
ἄστατος
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργᾱ́νωρ
ἀστεργής
ἀστέριος
ἀστερίσκοι
ἀστεροειδής
View word page
ἀστεΐζομαι
ἀστεΐζομαιmid.vbἀστεῖος speak in an urbane wayPlu.

ShortDef

to talk cleverly

Debugging

Headword:
ἀστεΐζομαι
Headword (normalized):
ἀστεΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
αστειζομαι
IDX:
1301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1302
Key:
ἀστεΐζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀστεΐζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀστεΐζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>ἀστεῖος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>speak in an urbane way</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀστεΐζομαι'}