Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐντέλλομαι
ἐντελόμισθος
ἐντέμνω
ἐντενές
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεσιεργός
ἐντετακυῖα
ἐντεταμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἔντευξις
ἐντευτλιάομαι
ἔντεχνος
ἔντη
ἐντήκω
ἐντί
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντῑλάω
ἐντῑμάομαι
View word page
ἐντευκτικός
ἐντευκτικόςόνadjἐντυγχάνω of a personsociable, affablePlu.

ShortDef

affable

Debugging

Headword:
ἐντευκτικός
Headword (normalized):
ἐντευκτικός
Headword (normalized/stripped):
εντευκτικος
IDX:
13001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13002
Key:
ἐντευκτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐντευκτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐντευκτικός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐντυγχάνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>sociable, affable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐντευκτικός'}