Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐντελεχῶς
ἐντελής
ἐντέλλομαι
ἐντελόμισθος
ἐντέμνω
ἐντενές
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεσιεργός
ἐντετακυῖα
ἐντεταμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἔντευξις
ἐντευτλιάομαι
ἔντεχνος
ἔντη
ἐντήκω
ἐντί
ἐντίθημι
ἐντίκτω
View word page
ἐντεταμένως
ἐντεταμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underἐντείνω

ShortDef

vehemently, vigorously

Debugging

Headword:
ἐντεταμένως
Headword (normalized):
ἐντεταμένως
Headword (normalized/stripped):
εντεταμενως
IDX:
12999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-13000
Key:
ἐντεταμένως

Data

{'headword_display': '<b>ἐντεταμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐντεταμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ἐντείνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐντεταμένως'}