Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾄσσω
ἀσταγής
ἀστάθμητος
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάνδης
ἀστασίαστος
ἀστατέω
ἄστατος
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργᾱ́νωρ
ἀστεργής
ἀστέριος
View word page
ἄσταχυς
ἄσταχυςυοςmστάχυς ear of cornIl. hHom. B. Hdt. Call.

ShortDef

an ear of grain

Debugging

Headword:
ἄσταχυς
Headword (normalized):
ἄσταχυς
Headword (normalized/stripped):
ασταχυς
IDX:
1299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1300
Key:
ἄσταχυς

Data

{'headword_display': '<b>ἄσταχυς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄσταχυς</HL><Infl>υος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>στάχυς</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>ear of corn</Tr><Au>Il. hHom. B. Hdt. Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄσταχυς'}