Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπομετρέω
ἀπομηκῡ́νω
ἀπομηνίω
ἀπομῑμέομαι
ἀπομῑ́μησις
ἀπομιμνήσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπομνήσομαι
ἀπόμνῡμι
ἀπόμοιρος
ἀπομονόομαι
ἀπομόργνῡμι
ἀπόμουσος
ἀπομῡθέομαι
ἀπομύττω
ἀπόναιο
ἀποναίω
View word page
ἀπο-μνησικακέω
ἀπομνησικακέωcontr.vb of a peoplebear a grudgew.dat.against anotherHdt.

ShortDef

to bear a grudge against

Debugging

Headword:
ἀπομνησικακέω
Headword (normalized):
ἀπομνησικακέω
Headword (normalized/stripped):
απομνησικακεω
IDX:
129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-130
Key:
ἀπομνησικακέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-μνησικακέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>μνησικακέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a people</Indic><Tr>bear a grudge</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>against another<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπομνησικακέω'}