Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐνσκέλλω
ἐνσκευάζω
ἐνσκήπτω
ἐνσκίμπτω
ἐνσκῑρόομαι
ἔνσπονδος
ἐνστάζω
ἐνσταλάσσω
ἔνστασις
ἐνστάτης
ἐνστέλλομαι
ἐνστηρίζομαι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφομαι
ἐνσχερώ
ἐνσχολάζω
ἐντάλματα
ἐντάμνω
ἐντανύω
ἔντασις
ἐντατέον
View word page
ἐν-στέλλομαι
ἐν-στέλλομαιmid.pass.vb be equipped w.acc.in cavalry gearHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐνστέλλομαι
Headword (normalized):
ἐνστέλλομαι
Headword (normalized/stripped):
ενστελλομαι
IDX:
12966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12967
Key:
ἐνστέλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐν-στέλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐν-στέλλομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be equipped</Tr> <Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>in cavalry gear<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐνστέλλομαι'}