Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐνσημαίνω
ἐνσκέλλω
ἐνσκευάζω
ἐνσκήπτω
ἐνσκίμπτω
ἐνσκῑρόομαι
ἔνσπονδος
ἐνστάζω
ἐνσταλάσσω
ἔνστασις
ἐνστάτης
ἐνστέλλομαι
ἐνστηρίζομαι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφομαι
ἐνσχερώ
ἐνσχολάζω
ἐντάλματα
ἐντάμνω
ἐντανύω
ἔντασις
View word page
ἐνστάτης
ἐνστάτηςουm opponent, adversaryS.

ShortDef

an adversary

Debugging

Headword:
ἐνστάτης
Headword (normalized):
ἐνστάτης
Headword (normalized/stripped):
ενστατης
IDX:
12965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12966
Key:
ἐνστάτης

Data

{'headword_display': '<b>ἐνστάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐνστάτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>opponent, adversary</Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐνστάτης'}