Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔνορκος
ἐνορμέω
ἐνορμίζομαι
ἐνόρνῡμι
ἐνορούω
ἐνόρχης
ἑνός
ἕνος
ἔνοσις
ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἐνουρέω
ἐνοφείλω
ἐνοχλέω
ἔνοχος
ἑνόω
ἐνράπτω
ἐνρῑγόω
ἔνρυθμος
ἐνσείω
ἐνσημαίνω
View word page
ἑνότης
ἑνότηςητοςfεἷς oneness, unityArist.

ShortDef

unity

Debugging

Headword:
ἑνότης
Headword (normalized):
ἑνότης
Headword (normalized/stripped):
ενοτης
IDX:
12945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12946
Key:
ἑνότης

Data

{'headword_display': '<b>ἑνότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἑνότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>εἷς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>oneness, unity</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἑνότης'}