Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσπουδεί
ἅσσα
ἄσσα
ἀσσᾱ́ριον
ἆσσον
Ἀσσύριοι
ᾄσσω
ἀσταγής
ἀστάθμητος
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάνδης
ἀστασίαστος
ἀστατέω
ἄστατος
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
View word page
ἀ-στάλακτος
στάλακτοςονadjσταλάσσω not drippingof the air in a cavedryPlu.

ShortDef

not dripping

Debugging

Headword:
ἀστάλακτος
Headword (normalized):
ἀστάλακτος
Headword (normalized/stripped):
ασταλακτος
IDX:
1293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1294
Key:
ἀστάλακτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-στάλακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>στάλακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σταλάσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>not dripping</Def><aS2><Indic>of the air in a cave</Indic><Tr>dry</Tr><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἀστάλακτος'}