Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐνοικοδόμημα
ἔνοικος
ἐνολισθαίνω
ἐνομῑλέω
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπή
ἐνόπλιος
ἔνοπλος
ἑνοποιέομαι
ἑνοποιός
ἔνοπτρον
ἐνοράω
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορμέω
ἐνορμίζομαι
ἐνόρνῡμι
ἐνορούω
ἐνόρχης
ἑνός
ἕνος
View word page
ἔνοπτρον
ἔνοπτρονουnreltd.ἐνοράω that into which one looksmirrorE. Pl.dub.

ShortDef

a mirror

Debugging

Headword:
ἔνοπτρον
Headword (normalized):
ἔνοπτρον
Headword (normalized/stripped):
ενοπτρον
IDX:
12932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12933
Key:
ἔνοπτρον

Data

{'headword_display': '<b>ἔνοπτρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἔνοπτρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>reltd.<Ref>ἐνοράω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that into which one looks</Def><Tr>mirror</Tr><Au>E. Pl.<LblR>dub.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἔνοπτρον'}