Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐννήρης
ἐννοέω
ἐννόημα
ἐννόησις
ἔννοια
ἔννομος
ἔννομος
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδᾱς
ἔννοσις
ἐννοσίφυλλος
ἔννους
ἐννόχλης
ἐννυκτερεύω
ἕννῡμι
ἐννυχεύω
ἐννύχιος
ἔννυχος
ἐννώσᾱς
ἐνόδιος
ἐνοικέω
View word page
ἐννοσίφυλλος
ἐννοσίφυλλοςep.adjseeεἰνοσίφυλλος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐννοσίφυλλος
Headword (normalized):
ἐννοσίφυλλος
Headword (normalized/stripped):
εννοσιφυλλος
IDX:
12907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12908
Key:
ἐννοσίφυλλος

Data

{'headword_display': '<b>ἐννοσίφυλλος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐννοσίφυλλος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>εἰνοσίφυλλος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐννοσίφυλλος'}