Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐνισχῡ́ω
ἐνιτρέφω
ἐνιφέρβομαι
ἐνιχρίμπτω
ἐνιψᾱ́ομαι
ἐνίψω
ἐνναέτηρος
ἐνναετής
ἐνναέτης
ἐνναίω
ἐννάλιος
ἐννέα
ἐννεάβοιος
ἐννεακαίδεκα
ἐννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις
Ἐννεάκρουνος
ἐννεάλινος
ἐννεάμηνος
ἐννεάπηχυς
ἐννεάς
ἐννεάφωνος
View word page
ἐννάλιος
ἐννάλιοςAeol.adjseeἐνάλιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐννάλιος
Headword (normalized):
ἐννάλιος
Headword (normalized/stripped):
ενναλιος
IDX:
12874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12875
Key:
ἐννάλιος

Data

{'headword_display': '<b>ἐννάλιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐννάλιος</HL><PS>Aeol.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἐνάλιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐννάλιος'}