Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐνισκίμπτω
ἔνισπε
ἐνισπείρω
ἐνίσσω
ἐνίστημι
ἐνίσχομαι
ἐνισχῡρίζομαι
ἐνισχῡ́ω
ἐνιτρέφω
ἐνιφέρβομαι
ἐνιχρίμπτω
ἐνιψᾱ́ομαι
ἐνίψω
ἐνναέτηρος
ἐνναετής
ἐνναέτης
ἐνναίω
ἐννάλιος
ἐννέα
ἐννεάβοιος
ἐννεακαίδεκα
View word page
ἐνιχρίμπτω
ἐνιχρίμπτωep.vbseeἐγχρίμπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐνιχρίμπτω
Headword (normalized):
ἐνιχρίμπτω
Headword (normalized/stripped):
ενιχριμπτω
IDX:
12867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12868
Key:
ἐνιχρίμπτω

Data

{'headword_display': '<b>ἐνιχρίμπτω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐνιχρίμπτω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐγχρίμπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐνιχρίμπτω'}