Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἀσπάραγος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδηφόρος
ἀσπίδιον
ἀσπιδιώτης
ἀσπιδόδουπος
ἀσπιδοπηγεῖον
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοφέρμων
View word page
ἄ-σπερμος
σπερμοςονadjσπέρμα of a peoplewithout progenyIl.

ShortDef

without seed

Debugging

Headword:
ἄσπερμος
Headword (normalized):
ἄσπερμος
Headword (normalized/stripped):
ασπερμος
IDX:
1263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1264
Key:
ἄσπερμος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-σπερμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>σπερμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπέρμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>without progeny</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄσπερμος'}