Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσπάλαθος
ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἀσπάραγος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδηφόρος
ἀσπίδιον
ἀσπιδιώτης
ἀσπιδόδουπος
ἀσπιδοπηγεῖον
ἀσπιδοῦχος
View word page
ἄ-σπειστος
σπειστοςονadjprivatv.prfx., σπένδω not appeased by libationsof an evildoerimplacableD.

ShortDef

to be appeased by no libations, implacable

Debugging

Headword:
ἄσπειστος
Headword (normalized):
ἄσπειστος
Headword (normalized/stripped):
ασπειστος
IDX:
1262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1263
Key:
ἄσπειστος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-σπειστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>σπειστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>σπένδω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>not appeased by libations</Def><aS2><Indic>of an evildoer</Indic><Tr>implacable</Tr><Au>D.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἄσπειστος'}