Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἀσπάραγος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδηφόρος
ἀσπίδιον
ἀσπιδιώτης
ἀσπιδόδουπος
View word page
ἀσπαστικός
ἀσπαστικόςή όνadjἀσπαστός of a meetingof a welcome kindPlb.

ShortDef

friendly

Debugging

Headword:
ἀσπαστικός
Headword (normalized):
ἀσπαστικός
Headword (normalized/stripped):
ασπαστικος
IDX:
1260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1261
Key:
ἀσπαστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀσπαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀσπαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀσπαστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a meeting</Indic><Tr>of a welcome kind</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀσπαστικός'}