Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσοφίᾱ
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἀσπάραγος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδηφόρος
ἀσπίδιον
View word page
ἄσπασμα
ἄσπασμαατοςn gesture of affectionembraceE.

ShortDef

a greeting

Debugging

Headword:
ἄσπασμα
Headword (normalized):
ἄσπασμα
Headword (normalized/stripped):
ασπασμα
IDX:
1258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1259
Key:
ἄσπασμα

Data

{'headword_display': '<b>ἄσπασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄσπασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>gesture of affection</Def><Tr>embrace</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄσπασμα'}