Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐναπολείπω
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
ἐναπονίζομαι
ἐναποπατέω
ἐναποπνέω
ἐναπορέω
ἐναποσημαίνω
ἐναποτῑμάω
ἐναποτίνω
ἐναποχράομαι
ἐναποψῡ́χω
ἐνάπτω
ἔναρα
ἐναραρίσκω
ἐνάργεια
ἐναργής
ἐναρηρώς
ἔναρθρος
ἐναρίζω
ἐναριθμέω
View word page
ἐν-αποχράομαι
ἐν-αποχράομαιmid.contr.vb take full advantage ofw.dat.someone's passivityD.

ShortDef

abuse

Debugging

Headword:
ἐναποχράομαι
Headword (normalized):
ἐναποχράομαι
Headword (normalized/stripped):
εναποχραομαι
IDX:
12580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12581
Key:
ἐναποχράομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐν-αποχράομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἐν-αποχράομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>take full advantage of</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone's passivity<Au>D.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'ἐναποχράομαι'}