Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓́σομαι
ᾄσομαι
ἀσοφίᾱ
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἀσπάραγος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
View word page
ἄ-σπαρτος
σπαρτοςονadjprivatv.prfx., σπαρτός of landunsownOd.of plantswildOd.

ShortDef

unsown, untilled

Debugging

Headword:
ἄσπαρτος
Headword (normalized):
ἄσπαρτος
Headword (normalized/stripped):
ασπαρτος
IDX:
1256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1257
Key:
ἄσπαρτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-σπαρτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>σπαρτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>σπαρτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of land</Indic><Tr>unsown</Tr><Au>Od.</Au><aS2><Indic>of plants</Indic><Tr>wild</Tr><Au>Od.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἄσπαρτος'}