Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐναντιολογίᾱ
ἐναντίον
ἐναντιόομαι
ἐναντιοποιολογικός
ἐναντίος
ἐναντιότης
ἐναντίωμα
ἐναντίωσις
ἔναξα
ἐναπεργάζομαι
ἐναπερείδομαι
ἐναπῆκε
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποθνῄσκω
ἐναποθραύω
ἐναπόκειμαι
ἐναποκλάομαι
ἐναπολαμβάνομαι
ἐναπολείπω
ἐναπόλλυμαι
ἐναπολογέομαι
View word page
ἐν-απερείδομαι
ἐν-απερείδομαιmid.vb direct, ventone's angerw. εἰς + acc.upon someonePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐναπερείδομαι
Headword (normalized):
ἐναπερείδομαι
Headword (normalized/stripped):
εναπερειδομαι
IDX:
12562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12563
Key:
ἐναπερείδομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐν-απερείδομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἐν-απερείδομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>direct, vent</Tr><Obj>one's anger<Expl><GLbl>w. <Ref>εἰς</Ref> + acc.</GLbl>upon someone</Expl><Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἐναπερείδομαι'}