Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔναμμα
ἐναμοιβαδίς
ἔναντα
ἔναντι
ἐναντία
ἐναντίβιον
ἐναντιολογέω
ἐναντιολογίᾱ
ἐναντίον
ἐναντιόομαι
ἐναντιοποιολογικός
ἐναντίος
ἐναντιότης
ἐναντίωμα
ἐναντίωσις
ἔναξα
ἐναπεργάζομαι
ἐναπερείδομαι
ἐναπῆκε
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποθνῄσκω
View word page
ἐναντιο-ποιολογικός
ἐναντιο-ποιολογικόςή όνadjποιέωλόγος fem.sb.art of making contradictionsas a sophistic techniquePl.

ShortDef

of or for making contradictions

Debugging

Headword:
ἐναντιοποιολογικός
Headword (normalized):
ἐναντιοποιολογικός
Headword (normalized/stripped):
εναντιοποιολογικος
IDX:
12555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12556
Key:
ἐναντιοποιολογικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐναντιο-ποιολογικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐναντιο-ποιολογικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref><Ref>λόγος</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of making contradictions<Expl>as a sophistic technique</Expl></Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἐναντιοποιολογικός'}