Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄσμενος
ἀσόλοικος
ᾱ̓́σομαι
ᾄσομαι
ἀσοφίᾱ
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἀσπάραγος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
ἄσπερμος
ἀσπερχές
View word page
ἀσπαλιευτικός
ἀσπαλιευτικόςή όνadj of a set of skillsof an anglerPl.

ShortDef

of or for an angler

Debugging

Headword:
ἀσπαλιευτικός
Headword (normalized):
ἀσπαλιευτικός
Headword (normalized/stripped):
ασπαλιευτικος
IDX:
1254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1255
Key:
ἀσπαλιευτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀσπαλιευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀσπαλιευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a set of skills</Indic><Tr>of an angler</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀσπαλιευτικός'}