Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐναλιναιέτᾱς
ἐνάλιος
ἐναλλάξ
ἐναλλάσσω
ἐνάλλομαι
ἔναλος
ἐναμβλῡ́νω
ἐναμείβω
ἐναμέλγω
ἐνάμιλλος
ἔναμμα
ἐναμοιβαδίς
ἔναντα
ἔναντι
ἐναντία
ἐναντίβιον
ἐναντιολογέω
ἐναντιολογίᾱ
ἐναντίον
ἐναντιόομαι
ἐναντιοποιολογικός
View word page
ἔναμμα
ἔναμμαατοςnἐνάπτω fasteningw.gen.of a javelin's thongPlu.

ShortDef

thing bound

Debugging

Headword:
ἔναμμα
Headword (normalized):
ἔναμμα
Headword (normalized/stripped):
εναμμα
IDX:
12545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12546
Key:
ἔναμμα

Data

{'headword_display': '<b>ἔναμμα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἔναμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἐνάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fastening<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a javelin's thong</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἔναμμα'}