Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμφαίνω
ἐμφανής
ἐμφανίζω
ἐμφαντικός
ἔμφασις
ἐμφέρεια
ἐμφερής
ἐμφέρομαι
ἐμφιλοκαλέω
ἔμφοβος
ἐμφορβιόομαι
ἐμφορέω
ἐμφράγματα
ἐμφράσσω
ἐμφρουρέω
ἔμφρουρος
ἔμφρων
ἐμφυής
ἐμφῡ́λιος
ἔμφῡλος
ἐμφῡσάω
View word page
ἐμ-φορβιόομαι
ἐμ-φορβιόομαιpass.contr.vbφορβειᾱ́ have the aulos-player's mouth-strap onAr.

ShortDef

to have the mouth-band on

Debugging

Headword:
ἐμφορβιόομαι
Headword (normalized):
ἐμφορβιόομαι
Headword (normalized/stripped):
εμφορβιοομαι
IDX:
12496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12497
Key:
ἐμφορβιόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐμ-φορβιόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἐμ-φορβιόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>φορβειᾱ́</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>have the aulos-player's mouth-strap on</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἐμφορβιόομαι'}