Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρησμός
ἐμπρῑ́ω
ἔμπροσθε(ν)
ἐμπρόσθιος
ἔμπρωρρος
ἐμπτῡ́ω
ἔμπυος
ἐμπυρεύω
ἐμπυριβήτης
ἐμπυρισμός
ἔμπυρος
ἐμφαγεῖν
ἐμφαίνω
ἐμφανής
ἐμφανίζω
ἐμφαντικός
ἔμφασις
ἐμφέρεια
ἐμφερής
View word page
ἐμ-πυριβήτης
ἐμ-πυριβήτηςουmasc.adjπῦρβαίνω of a tripodthat stands on the fireIl.

ShortDef

made for standing on the fire

Debugging

Headword:
ἐμπυριβήτης
Headword (normalized):
ἐμπυριβήτης
Headword (normalized/stripped):
εμπυριβητης
IDX:
12482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12483
Key:
ἐμπυριβήτης

Data

{'headword_display': '<b>ἐμ-πυριβήτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐμ-πυριβήτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>πῦρ</Ref><Ref>βαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tripod</Indic><Tr>that stands on the fire</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐμπυριβήτης'}