Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἔμπορος
ἐμπορπάομαι
Ἔμπουσα
ἔμπρᾱκτος
ἐμπρεπής
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρησμός
ἐμπρῑ́ω
ἔμπροσθε(ν)
ἐμπρόσθιος
ἔμπρωρρος
ἐμπτῡ́ω
ἔμπυος
ἐμπυρεύω
ἐμπυριβήτης
ἐμπυρισμός
ἔμπυρος
View word page
ἐμπρησμός
ἐμπρησμόςοῦm conflagration, firePlu.

ShortDef

burning

Debugging

Headword:
ἐμπρησμός
Headword (normalized):
ἐμπρησμός
Headword (normalized/stripped):
εμπρησμος
IDX:
12474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12475
Key:
ἐμπρησμός

Data

{'headword_display': '<b>ἐμπρησμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐμπρησμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>conflagration, fire</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐμπρησμός'}